- φωτογενής
- -ές, ΝΜνεοελλ.αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο»)μσν.αυτός που γεννήθηκε από το φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.